- ἐναλλαγήν
- ἐναλλαγήinterchangefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… … Wikipedia
Αμπελιδίδες — ή Αμπελίδες, οι Βοτ. οικογένεια Δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης τών Ραμνωδών, που περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα αναρριχώμενα, με έλικες απλές ή διακλαδισμένες, περιελισσόμενες ή με απτικούς δίσκους και διαταγμένες αντίθετα στα φύλλα, τα οποία … Dictionary of Greek
αλλάγδην — ἀλλάγδην (Α) [ἀλλάσσω] επίρρ. κατ’ εναλλαγήν, συναλλαχτά … Dictionary of Greek
εφημερία — η (Α ἐφημερία) νεοελλ. 1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό 3. η ενορία τού ιερέα, το … Dictionary of Greek
μανιότη — (Manihot). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου είδη. Πρόκειται για μονοετείς θάμνους με κονδυλώδεις ρίζες που περιέχουν μεγάλη ποσότητα αμύλου και βλαστό που περιέχει γαλακτώδη χυμό. Τα… … Dictionary of Greek
μυρικίδες — οι βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει θάμνους με φύλλα κατ εναλλαγήν, απλά, καλυπτόμενα από αδένες που περιέχουν αρωματικό έλαιο και με άνθη μονογενή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myricaceae < myrica < μυρίκη] … Dictionary of Greek
οθόννα — η (ΑΜ ὀθόννα, Α και ὀθόνα) νεοελλ. βοτ. λόγια ονομασία γένους ποωδών φυτών ή θάμνων με φύλλα σαρκώδη ή μεμβρανώδη κατ εναλλαγήν μσν. είδος αιγυπτιακού λίθου αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) το φυτό χελιδόνιον το μέγα 2. ο χυμός τού παραπάνω φυτού 3. ο… … Dictionary of Greek